-
1 число
-а, πλθ. числа, -сел, -сламουδ.1. ο αριθμός•простые -ла οι απλοί αριθμοί•
целое число ο ακέραιος αριθμός•
дробное число κλασματικός αριθμός•
смешанное число συμμιγής αριθμός•
кратное число το πολλαπλάσιο (αριθμού).
2. (γραμμ.) ο αριθμός•единственное число ενικός αριθμός•
множественное число πληθυντικός αριθμός•
двойственное число δυϊκός αριθμός.
3. ημερομηνία•какое число сегодня? τι ημερομηνία είναι σήμερα; πόσο έχει ο μήνας σήμερα;•
сегодня число пятое марта σήμερα είναι πέντε του Μάρτη.
4. ποσότητα•в его доме собралось большое число гостей στο σπίτι του μαζεύτηκε μεγάλος αριθμός φιλοξενούμενων (συγκεντρώθηκαν πολλοί μουσαφιρέοι).
εκφρ.нет или несть или без -а – απειράριθμοι•астрономические -а – αστρονομικοί αριθμοί•в -е – μεταξύ, ανάμεσα•в большом -е – σε μεγάλο αριθμό, κατά μεγάλο μέρος. -
2 номер
номер м 1) ο αριθμός, το νούμερο· \номер обуви το νούμερο παπουτσιών \номер телефона ο αριθμός τηλεφώνου· я живу в доме \номер... μένω στο σπίτι αριθμός... 2) (в гостинице) το δωμάτιο· одноместный (двухместный) \номер το μονό ( διπλό) δωμάτιο* * *м1) ο αριθμός, το νούμεροно́мер о́буви — το νούμερο παπουτσιών
но́мер телефона — ο αριθμός τηλεφώνου
я живу́ в до́ме но́мер... — μένω στο σπίτι αριθμός…
2) ( в гостинице) το δωμάτιοодноме́стный (двухме́стный) но́мер — το μονό (διπλό) δωμάτιο
-
3 число
числ||ос1. ὁ ἀριθμός:целое \число мат ὁ ἀκέραιος ἀριθμός· кратное \число мат τό πολλαπλάσιο[ν]· отвлеченное \число ὁ ἀφηρημένος ἀριθμός· смешанные числа мат οἱ συμμιγεϊς ἀριθμοί· единственное \число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός· множественное \число грам. ὁ πληθυντικός ἀριθμός·2. (дата) ἡ ἡμερομηνία:какое сегодня \число? πόσες τοόμηνός ἐχουμε σήμερα;· пометить каки́м-л, \числоо́м ἀριθμώ κάτι· в первых числах июля στίς ἀρχές τοῦ "Ιούλη· ◊ нет \числоа (кому-л., чему-л.), без \числоа ἀπειράριθμος, ἀτέλειωτος· задним \числоо́м о) (о дате) μέ παληά ἡμερομηνία, б) (спустя, позднее) κατόπιν ἐορτής· в том \числое́ συμπεριλαμβανουμένου, μεταξύ τῶν ὁποίων в \числое́ передовых (отстающих) εἶμαι ἀνάμεσα στους πρωτοπόρους (καθυστερημένους)· в большом \числое́ σέ μεγάλον ἀριθμό· один из их \числоа ἔνας ἀπ' αὐτούς· превосходить \числоо́м ὑπερτερώ ἀριθμητικά. -
4 номер
κ. παλ. нумер-а α.1. αριθμός, νούμερο•номер дома αριθμός σπιτιού•
номер телефона αριθμός τηλεφώνου•
номер автомобиля αριθμός αυτοκινήτου.
2. φύλλο τεύχος•номер газеты φύλλο της εφημερίδας•
номер журнала τεύχος περιοδικού.
|| παλ. ξενοδοχείο.3. (για παράσταση θεάματος) το νούμερο.4. μτφ. πράξη παράξενη, απρόοπτο πράγμα κόλπο.5. υπηρέτης πυροβόλου, πολυβόλου κ.τ.τ., ρυθμιστής. -
5 номер
1. (порядковое число) о αριθμός- бортовой мор. - κατασκευαστικός - του ναυπηγείουзаводской - του εργοστασίου (αριθμός της σειράς στην κατασκευή του μηχανήματος)« - телефона не отвечает» « - του τηλεφώνου δεν απαντάει»2. (размер) о αριθμόςτομέγεθος3. (сольный) ο/η μονωδός,η μονωδία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номер
-
6 номер
номерм1. ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:порядковый \номер αὐξων ἀριθμός· \номера по порядку κατ' αὐξοντα ἀριθμόν какой \номер о́буви ты носишь? τί ἀριθμό (или νούμερο) παπούτσια φορείς;· \номер квартиры (дома) ἀριθμός τοῦ διαμερίσματος (τοῦ σπιτιοῦ)·2. (газеты и т. ἡ.) τό φύλλο/ τό τεῦχος (журнала):сегодняшний \номер газеты τό σημερινό φύλλο τής ἐφημερίδας·3. (в гостинице и т. п.) τό δωμάτιο·4. (о выступлении артиста) τό νούμερο:сольный \номер τό σόλο, ἡ μονωδία·5. воен.:\номер орудийного расчета ὁ πυροβολητής· ◊ этот \номер не пройдет разг αὐτό τό κόλπο δέν θά περάσει· выкинуть \номер κάνω παραξενιές. -
7 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
8 количество
η ποσότητα, το ποσόν, ο αριθμόςдопустимое эк. - επιτρεπομένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > количество
-
9 позиция
1. (положение, расположение) η θέση, η στάση, η άποψη, η τοποθέτηση 2. (отсылочный номер детали или изделия в спецификации) о αριθμός της αναφοράς, ο αριθμός του στοιχείου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > позиция
-
10 порядковый
της σειράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порядковый
-
11 тираж
I.1.(розыгрыш выигрышей в лотерее, займе) η κλήρωση2. (погашение облигаций займов или других бумаг учреждением, выпустившим их) η πληρωμή (των χρεωγράφων, ομολόγων κ.λπ.). II.(количество экземпляров выпущенного в свет печатного издания) о αριθμός των αντιτύπων, ο συνολικός αριθμός εκδοθέντων αντιτύπων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тираж
-
12 единственный
единственный μόνος, μοναδικός ◇ \единственныйое число грам. о ενικός αριθμός* * *μόνος, μοναδικός••еди́нственное число́ — грам. ο ενικός αριθμός
-
13 множественный
множественный: \множественныйое число ο πληθυντικός αριθμός* * *мно́жественное число́ — ο πληθυντικός αριθμός
-
14 нечётный
-
15 размер
размер м 1) (величина) το μέγεθος· η έκταση (масштаб) 2) (номер) о αριθμός, το νούμερο (обуви)' το μέγεθος (одежды) ◇ в двойном \размере διπλά* * *м••в двойно́м разме́ре — διπλά
-
16 телефон
телефон м το τηλέφωνο· номер \телефона о αριθμός τηλεφώνου; говорить по \телефону μιλώ με το τηλέφωνο; звонить по \телефону τηλεφωνώ; позвать к \телефону καλώ στο τηλέφωνο; я у \телефона! εμπρός! \телефон не работает το τηλέφωνο δε λειτουργεί* * *мτο τηλέφωνοно́мер телефо́на — ο αριθμός τηλεφώνου
говори́ть по телефо́ну — μιλώ με το τηλέφωνο
звони́ть по телефо́ну — τηλεφωνώ
позва́ть к телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
я у телефо́на! — εμπρός!
телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί
-
17 тираж
-
18 цифра
цифра ж το ψηφί, ο αριθμός· арабские (римские) \цифраы οι αραβικοί (ρωμαϊκοί) αριθμοί* * *жτο ψηφί, ο αριθμόςара́бские (ри́мские) ци́фры — οι αραβικοί (ρωμαϊκοί) αριθμοί
-
19 численность
численность ж η ποσότητα, о αριθμός; \численность населения о πληθυσμός* * *жη ποσότητα, ο αριθμόςчи́сленность населе́ния — ο πληθυσμός
-
20 число
число 1) о αριθμός 2) (дата) η ημερομηνία; какое сегодня \число? τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα; сегодня пятое \число σήμερα έχουμε πέντε του μήνα ◇ в·\числое... ανάμεσα σε...· один из \числоа... ένας απ' αυτούς...* * *с1) ο αριθμός2) ( дата) η ημερομηνίαкако́е сего́дня число́? — τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα
сего́дня пя́тое число́ — σήμερα έχουμε πέντε του μήνα
••в числе́... — ανάμεσα σε…
оди́н из числа́ — ένας απ'αυτούς…
См. также в других словарях:
ἁριθμός — ἀριθμός , ἀριθμός number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμός — number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση … Dictionary of Greek
δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… … Dictionary of Greek
άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… … Dictionary of Greek
συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που … Dictionary of Greek
φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… … Dictionary of Greek
περιττός αριθμός — Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1 … Dictionary of Greek
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek